σκολιοπλανής

σκολιοπλανής
-ές, Α
αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί με πλάγιο τρόπο, λοξοδρομώντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «λοξός» + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. βιο-πλανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκολιοπλανέες — σκολιοπλανής darting aslant masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”